- αγυρμός
- ο (Α ἀγυρμός)νεοελλ.παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών)αρχ.ο ἀγερμός*.[ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ- < ἀγερ- τού ρ. ἀγείρω + παραγ. κατάλ. -μος].
Dictionary of Greek. 2013.